увеличивать ~ - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

увеличивать ~ - translation to Αγγλικά


увеличивать      

I


см. тж. вносить вклад в; значительно ~; обострять; повышать; усиливать


• The advantages of computing technology could be multiplied many times if ...


II


см. тж. повышать


• The vortexes contribute significantly to the lift of the aircraft.


• Curves and fillets add strength.


• The formation of dust adds to the explosion hazard.


• The coating considerably extends (or prolongs) the life of these alloys.


• With binoculars, this range can be (greatly) extended.


• This magnifies (or enhances, or augments) the aerodynamic moment. Production could be stepped up (or increased, or raised) quickly.


• The high light intensities available from laser sources can contribute to the homogeneous line width.


• The increased speed of operation ups (жарг.) the production.


• The lense enlarges (or magnifies) the image two-fold.


• The figure is scaled up.


III


• This factor contributes to the confusion.

увеличивать      
увеличить
v.
increase, augment, extend, magnify, enlarge
magnify         
  • Stepwise magnification by 6% per frame into a 39-megapixel image. In the final frame, at about 170x, an image of a bystander is seen reflected in the man's [[cornea]].
PROCESS OF ENLARGING SOMETHING ONLY IN APPEARANCE, NOT IN PHYSICAL SIZE
Magnify; Linear magnification; Linear Magnification; Image Zoom; Angular magnification; Transverse magnification; Angular Magnification; Lateral magnification; Demagnification; Auxometer
увеличивать
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για увеличивать ~
1. По мнению спикера, ее можно увеличивать и увеличивать.
2. Тем самым создается стимул для субъектов Российской Федерации увеличивать свое производство, увеличивать ВВП.
3. Увеличивать штрафы или не увеличивать; перевоспитывать гаишников или этих распустить - новых, честных, набрать?
4. Например, как можно увеличивать зарплату участковым врачам и медсестрам и не увеличивать остальным?
5. Я не про то, что армейским не следует увеличивать содержание; увеличивать.
Μετάφραση του &#39увеличивать&#39 σε Αγγλικά